-
1 σκόλοψ
σκόλοψ, οπος, ὁ, jeder zugespitzte Körper; bes. Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade, ein Haupttheil der Befestigung bei Städten und sonst haltbaren Orten; schon bei Hom., τείχεα σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od. 7, 45, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il. 9, 350, am Graben; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, 8, 343. 15, 1; σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ (τάφρῳ) όξέες ἑστᾶσιν, 12, 63, vgl. 55; Ἀχαιοὶ τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες, 15, 344; πῶς περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ στρατός; Eur. Rhes. 116; σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος ἔπηξαν, Her. 9, 97; τάφρος ἦν καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς, Xen. An. 5, 2, 5; φρούρια καὶ σκόλοπες, Strat. 47 (XII, 205); σκόλοπος χαλεποῠ τρηχυτέρη οἶμος, Archimel. 2 (VII, 50); auch ein Pfahl zum Anspießen, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπ εσσι, Il. 18, 177; σκόλοψι πήξωμεν δέμας, Eur. I. T. 1430. – Uebh. Splitter, Dorn, σκόλοπος αὐτῷ καταπαγέντος, S. Emp. pyrrh. 1, 238; Luc. de merc. cond. 3.
-
2 ἐγκαταπήγνυμι
A thrust firmly in, ξίφος.. κουλεῷ ἐγκατέπηξ' Od.11.98; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν planted or fixed them in, Il.9.350; τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐ. having fixed it on, Hdn.1.13.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταπήγνυμι
-
3 κατα-πήγνῡμι
κατα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), – 1) fest einstecken, einheften; ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ χϑονί Il. 6, 213, er steckte die Lanze in der Erde fest, vgl. 7, 441. 9, 350; ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο 11, 378, er blieb in der Erde stecken; τὸν ὀβελίσκον κατάπηξον πρὸ σαυτοῦ Ar. Av. 360; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξαν Her. 9, 97; στήλη καταπεπηγυῖα, feststehende Säule, 7, 30; καταπαγεὶς σκόλοψ S. Emp. pyrrh. 1, 238. – 2) gerinnen, gefrieren lassen, u. im pass. wie im perf. II. act. gefrieren, gerinnen, Arist. H. A. 8, 19 Pol. 3, 55, 5.
-
4 καταπήγνυμι
A stick fast in something, plant firmly,ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ Χθονί Il.6.213
; ἐν δὲ σκόλοπας κ. 7.441, cf. Hdt.4.72, Ar.Av. 360, PPetr.3p.121 (iii B. C.), etc.;εἰς τὴν γῆν κ. τὸν καυλόν Arist.HA 555b20
;τὸ κέντρον ἐπὶ δένδρον Philum.Ven.37.1
:—[voice] Pass.,- πᾰγέντος σκόλοπος S.E.P.1.238
, cf. Thphr.HP3.1.1.2 metaph., fix, crystallize, .II [voice] Pass., with [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., stand fast or firm in,ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il.11.378
;ἱστὸς -πεπηγώς Hp.Art.43
;στήλη -πεπηγυῖα Hdt.7.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπήγνυμι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий